καταλανικός

καταλανικός
-ή, -ό και καταλάνικος ή κατελάνικος, -η, -ο (Μ καταλανικός, -ή, -όν) [Καταλανός]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Καταλωνία ή στους Καταλανούς («καταλανική γλώσσα»)
νεοελλ.
φρ. «καταλανικό εγχειρίδιο» — μικρό αμφίστομο μαχαίρι με οξύτατη αιχμή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Καταλονία — (ισπαν. Catalun∼a, καταλ. Catalunya). Ημιαυτόνομη περιοχή (32.114 τ. χλμ., 6.361.365 το 2001) της βορειοανατολικής Ισπανίας με πρωτεύουσα τη Βαρκελώνη. Ορίζεται Α από τη Μεσόγειο και Β από τα Πυρηναία και συνορεύει Ν με τη Βαλένθια και Δ με την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”