- καταλανικός
- -ή, -ό και καταλάνικος ή κατελάνικος, -η, -ο (Μ καταλανικός, -ή, -όν) [Καταλανός]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Καταλωνία ή στους Καταλανούς («καταλανική γλώσσα»)νεοελλ.φρ. «καταλανικό εγχειρίδιο» — μικρό αμφίστομο μαχαίρι με οξύτατη αιχμή.
Dictionary of Greek. 2013.